- Χοῖροι
- Χοῖροςyoung pigmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοῖροι — χοῖρος young pig masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
CERATIUM — nomen monetae, in LL. Georgic. et apud Cedrenum ann. 24. Leonis Isauri; quod genus ab ipsius Numae temporibus obtinuit, si Cedreno fides. Fecerunt autem Ceratia duo argentea milliarensem, qui hinc δικέρατος Scriptoribus dicitur; sicut… … Hofmann J. Lexicon universale
PORCI — solis hominum Aegyptiis, ad agrorum coltum adhibiti sunt. Nempe, ut apud Aelian. Histor. Anim. l. 10. c. 16. refert Eudoxus, τοῦ ςίτου ςπαρέντος, ἐπάγουςι τὰς ἀγέλας ἀυτῶν, αἰ δὲ πατοῦςι τὸν ςπορὸν καὶ εἰς ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦςι, ἵνα μένῃ ἔμβιος,… … Hofmann J. Lexicon universale
SILIQUAE — porcorum cibus. Lucae c. 15. v. 16. ubi de acolasto, qui in fame repleri cupiebat ἀπὶ τῶν κερατίων, ὧν ἤςθιον οἱ χοῖροι, Siliquis, quas proci comedebant. Nec certe leguminum siliquae (quales habent pisa, fabae, lupini, phaseoli, alia id generis)… … Hofmann J. Lexicon universale
Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
εκτροφείο — το τόπος ή κατάλληλα διαρρυθμισμένος χώρος όπου εκτρέφονται ζώα (χοίροι, βόδια, πουλερικά κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… … Dictionary of Greek